- τραμβάι
- τοάκλ. (λ. αγγλ.), τραμ (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραμβάυ — και τραμβάι και τράμβαϋ και τραμβάγιο, το, Ν άκλ. το τραμ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tram way (βλ. και τραμ). Η λ., στον τ. τράμβαϋ, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
τραμβαγέρης — και τραβαγέρης, ο, θηλ. τραμβαγέρισσα, Ν οδηγός ή εισπράκτορας τροχιοδρομικού οχήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραμβάι + κατάλ. ιέρης (πρβλ. καμαρ ιέρης) με ανάπτυξη γ ] … Dictionary of Greek